- κοσμήτωρ
- κοσμήτωρ, ορος: marshaller, in Il. always κοσμήτορε λᾶῶν, of the Atrīdae and the Dioscūri; sing., Od. 18.152.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κοσμήτωρ — κοσμήτωρ, ορος, ὁ (Α) βλ. κοσμήτορας … Dictionary of Greek
κοσμήτωρ — one who marshals an army masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμῆτορ — κοσμήτωρ one who marshals an army masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμήτορα — κοσμήτωρ one who marshals an army masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμήτορας — κοσμήτωρ one who marshals an army masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμήτορε — κοσμήτωρ one who marshals an army masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμήτορες — κοσμήτωρ one who marshals an army masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμήτορι — κοσμήτωρ one who marshals an army masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμήτορος — κοσμήτωρ one who marshals an army masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμήτορσιν — κοσμήτωρ one who marshals an army masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμήτορας — και κοσμήτωρ, ο (ΑM κοσμήτωρ) αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η φροντίδα για την τάξη ή τη διακόσμηση νεοελλ. καθηγητής ανώτατης σχολής, στον οποίο ανατίθεται, με εκλογή, για ορισμένη θητεία να συγκαλεί τη σχολή σε συνεδρίες ως πρόεδρος, να… … Dictionary of Greek